Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Κι αν δεν έχουμε λεφτά, δεν πειράζει. Έχουμε ακίνητα.

Η  παγκόσμια  κρίση που ξέσπασε πριν δέκα χρόνια διαφέρει από τις προηγούμενες ως προς το ότι έπληξε κατ' ευθείαν την κεντρική κολώνα τού καπιταλιστικού οικοδομήματος, δηλαδή τις τράπεζες. Ο απλός πολίτης έχει ισχυρά διαμορφωμένη πεποίθηση ότι το ελληνικό κράτος (δηλαδή, αυτός ο ίδιος ως φορολογούμενος πολίτης) έχει αιμοδοτήσει για τα καλά τον τραπεζικό κλάδο αλλά δεν έχει σαφή απάντηση στο ερώτημα πόσο ακριβώς αίμα έχει δώσει. Σήμερα, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε αυτή την απάντηση, με όσο πιο απλό, σύντομο και περιεκτικό τρόπο γίνεται.

Η αρχική ιδέα ήταν το κράτος να βοηθήσει τις τράπεζες για να μη καταρρεύσουν και, μαζί τους, καταρρεύσει ολόκληρο το σύστημα. Οι ίδιες οι τράπεζες θα προσπαθούσαν να βρουν όσα κεφάλαια μπορούσαν από ιδιώτες επενδυτές και το κράτος θα συμπλήρωνε την βοήθεια όπου κρινόταν απαραίτητο. Επειδή, όμως, είναι δύσκολο να βρεθούν πολλοί διατεθειμένοι να ποντάρουν σε κουτσό άλογο, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των απαιτουμένων για την διάσωση κεφαλαίων φορτώθηκε στο δημόσιο.


[Πίνακας: "Το Βήμα", 21/10/2017]

Έτσι, λοιπόν, στο πλαίσιο των μνημονίων, στήθηκε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με λεφτά που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως δανεικά στο ελληνικό κράτος. Δηλαδή, το ΤΧΣ έδινε οικονομική στήριξη στις τράπεζες με λεφτά που του έδινε η Ευρώπη, η οποία χρέωνε την καρτέλα τού ελληνικού κράτους. Από την πλευρά του, το κράτος έπαιρνε από τις τράπεζες μετοχές για κάλυψη. Όταν οι τράπεζες θα ορθοποδούσαν, θα επέστρεφαν τα δανεικά και θα έπαιρναν πίσω τις μετοχές τους, ανακτώντας την ιδιοκτησία τους.

Οι κρατικές ενισχύσεις προς τις τράπεζες είχαν αρχίσει πριν από τα μνημόνια, με τις πρώτες να δίνονται από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, χωρίς να βγάλει άχνα η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κατά τα άλλα παθαίνει ντελίριο όταν ακούει για κρατικές ενισχύσεις και σπεύδει να διατάξει την ανάκτησή τους (βλέπε Ολυμπιακή, ΟΣΕ κλπ). Στην μνημονιακή εποχή, η πρώτη ενίσχυση μέσω ΤΧΣ δόθηκε το 2013. Τότε ήταν που μπήκε στην ζωή μας ο όρος "ανακεφαλαιοποίηση".

Από τότε, έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια. Σ' αυτό το διάστημα πραγματοποιήθηκαν άλλες δυο ανακεφαλαιοποιήσεις και διεκπεραιώθηκαν πέντε δοκιμασίες αντοχής (stress test). Παράλληλα, υλοποιήθηκε μια τεράστια αναδιαμόρφωση ολόκληρου του κλάδου, με κλεισίματα και συγχωνεύσεις τραπεζών, η οποία οδήγησε στην σημερινή κατάσταση με τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες, την τράπεζα Αττικής ως εξωσυστηματική και μια χούφτα συνεταιριστικές τράπεζες που επέζησαν. Όμως, ο ασθενής δεν έλεγε να πάρει πάνω του με τίποτε. Αντί για άνοδο, η αξία των τραπεζικών μετοχών εξαϋλώθηκε δυο φορές, μία με το περίφημο PSI (το "κούρεμα") του 2012 και μία με την κρίση τού 2015.

Παράλληλα, οι ελληνικές κυβερνήσεις έπαιρναν και άλλα μέτρα στήριξης των τραπεζών. Ένα από τα σημαντικότερα αυτά μέτρα είναι ο αναβαλλόμενος φόρος, που εμπνεύσθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά. Σύμφωνα με αυτό το μέτρο, οι τράπεζες απέκτησαν την δυνατότητα να συμψηφίσουν τις ζημιές που υπέστησαν από το PSI με φόρους που θα πλήρωναν κατά την επόμενη τριακονταετία. Έτσι, οι τράπεζες έφτιαξαν έναν "κουμπαρά", ο οποίος μάλιστα προσμετράται στα κεφάλαιά τους, από τον οποίο θα αφαιρούν τα χρήματα που θα αναλογούν σε φόρο, ώσπου να αδειάσει αυτός ο "κουμπαράς". Και η πίτα ολόκληρη (μηδενική ζημιά από το κούρεμα) και ο σκύλος χορτάτος (αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας ίση προς το κούρεμα).

Πάμε τώρα στο ζητούμενο. Πόσα χρήματα έχουν πάρει οι τράπεζες από τις ανακεφαλαιοποιήσεις; Το ΤΧΣ είχε "προίκα" 50 δισ. ευρώ, από τα οποία έχουν δοθεί λίγο περισσότερα από 40 δισ. ευρώ. Η ωφέλεια από τον αναβαλλόμενο φόρο είναι άγνωστο πού θα φτάσει αλλά έχει προϋπολογιστεί στα 2,5 δισ. ευρώ. Σε αρκετά δισ. υπολογίζεται και η ωφέλεια που προσπορίστηκαν οι συστημικές τράπεζες από το εξευτελιστικό τίμημα με το οποίο απέκτησαν τα "καλά" περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών που έσβησαν από τον χάρτη (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Αγροτική, Κύπρου, Εμπορική, Γενική, Συνεταιριστικές κλπ). Χωρίς να λογαριάζουμε τις "παράπλευρες ωφέλειες" (εγγυήσεις δημοσίου, ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς κλπ), ουδείς θα μας κατηγορούσε ως υπερβολικούς αν λέγαμε ότι οι τράπεζες έχουν κοστίσει σε ζεστό χρήμα 50 δισ. ευρώ στον έλληνα φορολογούμενο.


[Πηγή: Χρηματιστήριο Αθηνών]

Πάμε παρακάτω. Είπαμε πρωτύτερα ότι το κράτος δεν χάριζε λεφτά δια των ανακεφαλαιοποιήσεων. Έδινε μεν λεφτά αλλά έπαιρνε μετοχές. Σύμφωνοι. Για ρίξτε τώρα μια ματιά στο παραπάνω πινακάκι. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την Eurobank. Το 2013, το κράτος κατείχε το 93,55% των μετοχών της, δηλαδή την είχε σχεδόν κρατικοποιήσει. Σήμερα, μετά από δυο ακόμη ανακεφαλαιοποιήσεις, το ποσοστό αυτό έχει σχεδόν μηδενιστεί, δίχως η τράπεζα να πληρώσει έστω μια δεκάρα, χάρη στα διάφορα παιχνίδια που παίχτηκαν (διαμοιρασμός και αντίστροφος διαμοιρασμός μετοχών, εξαΰλωση της αξίας τους, εξαγορές, συγχωνεύσεις κλπ). Κι αν προτιμάτε απόλυτους αριθμούς αντί για ποσοστά, οι τραπεζικές μετοχές που κατείχε το κράτος το 2013, άξιζαν 22,73 δισ. ενώ σήμερα αξίζουν 694 εκατομμύρια. Δηλαδή, κάπου χάθηκαν πάνω από 22 δισ. ευρώ. Μήπως ξέρει κανείς πού;

Κατά τα άλλα, οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν προβλήματα κι εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να βάζουμε το χέρι στην τσέπη για να τις στηρίζουμε. Κι αν δεν έχουμε λεφτά, δεν πειράζει. Έχουμε ακίνητα. Έχουμε "αίμα", "περισσότερο αίμα"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου